- φάσσα
- η дикий голубь, вяхирь, витютень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φάσσα — φάσσᾱ , φάσσα ringdove fem nom/voc/acc dual φάσσα ringdove fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσσα — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φάττα Α ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τού είδους περιστεριού Columba palumbus νεοελλ. βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού βαλλωτή ή βαλλότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται οπωσδήποτε με τον αρχαϊκό τ. φάψ,… … Dictionary of Greek
φάσσας — φάσσᾱς , φάσσα ringdove fem acc pl φάσσᾱς , φάσσα ringdove fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσσαι — φάσσα ringdove fem nom/voc pl φάσσᾱͅ , φάσσα ringdove fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτται — φάσσα ringdove fem nom/voc pl (attic) φάττᾱͅ , φάσσα ringdove fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασσῶν — φάσσα ringdove fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαττῶν — φάσσα ringdove fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσσαις — φάσσα ringdove fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσσαν — φάσσα ringdove fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσσης — φάσσα ringdove fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσσῃ — φάσσα ringdove fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)